Τα καραγκιοζιλίκια που έλαβαν χώρα στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ δεν έπρεπε κανονικά να εκπλήσσουν κανέναν. Για τη στάση των ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ δεν χρειάζεται να γίνει καν λόγος, ούτε έχει και κάποιο νόημα να τους φορτώνει κανείς την ευθύνη για ότι συνέβη. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία και κάθε άλλη απαίτηση από δαύτους είναι μόνο χαμένος χρόνος, εκτός αν ορισμένοι ψάχνουν για επιπλέον άλλοθι. Αυτό που έχει τη σημασία του είναι η στάση της αριστεράς και εννοούμε όλης της αριστεράς και όχι μόνο της ΣΥΝΕΚ(παράταξη του Συριζα), που από κοινού με τα φερέφωνα της κυβέρνησης στην ΟΛΜΕ πρωταγωνίστησε στα τερτίπια που ματαίωσαν την ήδη υπονομευμένη απεργία στη διάρκεια των εξετάσεων.
Η ευφάνταστη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να υλοποιηθεί η απεργία μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει τη στιγμή μάλιστα που λίγα λεπτά πριν έχει επικυρωθεί από το ίδιο σώμα η απόφαση για κήρυξη της απεργίας. Πως είναι δυνατόν να κηρύσσεις απεργία και αμέσως μετά να λες ότι δεν μπορείς να την πραγματοποιήσεις, αυτό σίγουρα αποτελεί αντικείμενο ψυχιατρικής μελέτης. Αν δεν μπορείς να κάνεις απεργία, είτε γιατί το νομίζεις, είτε γιατί δεν θέλεις, είτε γιατί σε επιστράτευσαν και δεν θέλεις να πας σε μετωπική, είτε γιατί το θεωρείς χαμένη υπόθεση, το απλούστερο είναι να το πεις στα ίσα και να τελειώνει η όλη υπόθεση εκεί.
Γιατί όμως έπρεπε να παιχτεί όλο αυτό το θέατρο; Γιατί εξαρχής η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ ενδιαφερόταν περισσότερο για ένα παιχνίδι εντυπώσεων παρά για μια μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Ή καλύτερα πίστευε ότι με μπλόφες, χωρίς καμία προετοιμασία για πραγματική (όχι πλατωνική) αναμέτρηση, θα διαφύλαττε τουλάχιστον τη συνδικαλιστική της τιμή. Γιατί δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι τουλάχιστον η ΣΥΝΕΚ είχε την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση θα υποχωρούσε στις άνευ ουσίας μπλόφες της ΟΛΜΕ. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό που σκέφτηκαν ήταν ότι θα κατέβαζαν μια ανέξοδη πρόταση για 5θήμερες απεργίες, για να διασκεδάσουν τις αριστερές φωνές κάθε είδους, και στη συνέχεια ο κλάδος θα τις απέρριπτε δια της αποχής του από τις συνελεύσεις και όλοι θα έμεναν ευχαριστημένοι και πάνω απ’ όλα η αριστερά που για ακόμα μια φορά έκανε το καθήκον της αλλά να ο κόσμος δεν ακολούθησε, οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες, ο συσχετισμός αρνητικός κοκ. Να όμως που ο Σαμαράς αποφάσισε να τους χαλάσει το σκηνικό και να στήσει ένα δικό του για να εμπεδώσει στην κοινωνία ότι όταν λεει νόμος και τάξη το εννοεί. Να λοιπόν η ευκαιρία, για μια επιστράτευση, συντρίβοντας προληπτικά κάθε σκέψη για αντίσταση, δίνοντας επιπλέον ένα σαφές μήνυμα σε όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό ακριβώς η κυβέρνηση έφερε τα μέτρα τώρα λίγο πριν τις εξετάσεις και όχι το καλοκαίρι, πράγμα που εύχονταν οι καθώς πρέπει συνδικαλιστές μιας και θα τους απάλλασσε από το καθήκον να δώσουν μια πραγματική μάχη και όχι ένα παιχνίδι εντυπώσεων και ανώδυνων καταγγελιών μες τον Αύγουστο. Και ο Σκουρλέτης μαζί με τον Τσίπρα αναρωτιόταν γιατί τώρα και όχι μετά τις εξετάσεις. Για να σας κάνουν ρόμπες, ακριβώς γι’ αυτό. Για να μην σας αφήσουν δρόμο διαφυγής. Για να σας αναγκάσουν ή να πάτε στη μάχη ή να παραδοθείτε. Γιατί η κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν μόνο να περάσει τα μέτρα, αλλά να τσακίσει και τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ΟΛΜΕ. Και επειδή εδώ θα επρόκειτο για πραγματική μάχη σύσσωμη η ηγεσία της ΟΛΜΕ επέλεξε να παραδοθεί, αφού πρώτα παραδόθηκε το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ, λέγοντας σε όλους τους τόνους ότι αυτή η μάχη δεν μπορεί να δοθεί εν μέσω εξετάσεων. Για να συνεχίζουν όλοι μαζί να αναρωτιούνται. Μα γιατί μέσα στις εξετάσεις; Αλλά είσαστε τόσο κολλημένοι στη συναλλαγή και τη συνεννόηση που όχι μόνο δεν εννοείτε να ξεκολλήσετε από αυτές τις κακές συνήθειες, αλλά έχουν κυριεύσει και τη σκέψη σας σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορείτε να απαντήσετε στα πιο απλά ερωτήματα. Λοιπόν ακούστε το για ακόμα μια φορά. Το σύστημα σας έχει εντελώς γραμμένους. Δεν ενδιαφέρεται πλέον για σουξου μουξου ούτε με τα θεσμικά συνδικάτα, ούτε με την αριστερά του κοινοβουλίου. Το μοντέλο διακυβέρνησης που ξέρατε, που σας λάμβανε υπόψη, έχει πλέον αλλάξει. Το άρχων μπλοκ εξουσίας, που έλεγε και ο Πουλατζάς, που όλο λετε γι’ αυτόν, αλλά φαίνεται δεν τον έχετε εμπεδώσει όσο θα έπρεπε, δεν συγκροτείται πλέον με συναινετικούς όρους. Γιατί η άρχουσα τάξη σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης δεν ενδιαφέρεται να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα και τις πολιτικές του εκπροσωπήσεις αλλά να το συντρίψει από την κορφή μέχρι τα νύχια. Γι’ αυτό το αστικό μπλοκ ανασυγκροτείται χτίζοντας συμμαχίες με πυρήνα το νόμο και την τάξηκαι όχι τη συναίνεση και την ενσωμάτωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Επομένως οι “προϋποθέσεις”, μιας και τόσο ενδιαφέρεστε για αυτές, της ταξικής πάλης δεν είναι αυτές που ξέρατε. Και ούτε θα ξαναυπάρξουν τέτοιες προϋποθέσεις-συνεννόησης με την εξουσία. Πάει τελειώσανε αυτά.
Η ΟΛΜΕ και μαζί της τουλάχιστον ο Συριζα για να μην πούμε και οι Παρεμβάσεις νόμιζαν ότι θα τρόμαζε η κυβέρνηση με την κήρυξη μιας απεργίας. Και η απάντηση ήταν επιστράτευση. Το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν κολλάει πουθενά. Δεν έχει ούτε ιερά ούτε όσια. Κανείς πλέον δεν είναι στο απυρόβλητο. Κανείς δεν θα έχει καλύτερη συμπεριφορά, γιατί είναι μορφωμένος, έχει πτυχία, χαίρει κάποιου σεβασμού, είναι και κάποιας ηλικίας. Η συνδικαλιστική εκπαιδευτική αριστερά μας όμως έκανε και μια δεύτερη σκέψη πριν την πιάσει εντελώς ο πανικός. Σκέφτηκε ότι μπορεί να κρυφτεί πίσω από την επιστράτευση. Δηλαδή να φορτώσει την άρνησή της για αντιπαράθεση στο ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγω των συνεπειών που θα υπάρξουν από την ανυπακοή στην επίταξη. Όμως δεν το είπε ανοιχτά. Συνέχισε το τσάμικο, περιμένοντας προφανώς ότι το μέτωπο θα καταρρεύσει από μόνο του και όχι με δική της απόφαση.
Όμως η αντίδραση της βάσης ήταν διαφορετική, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Τη Δευτέρα 30000 κόσμος διαδήλωσε σε όλη την Ελλάδα ενάντια στην επιστράτευση και την Τρίτη έγιναν στις μαζικότερες συνελεύσεις της εικοσαετίας 25000 και πλέον καθηγητές επικύρωναν την πρόταση για σύγκρουση. Όπως ήταν όλα στο αυτόματο, η ΟΛΜΕ δεν πρόλαβε να αλλάξει την πρόταση, ή θα έλεγε κανείς δεν τόλμησε να φέρει άλλη πρόταση στις συνελεύσεις, όπως έκανε την επόμενη μέρα στο Τιτάνια, θέτοντας από την Τρίτη το ερώτημα αν μπορεί να υλοποιηθεί η απεργία εν μέσω επιστράτευσης. Το άφησε απλώς να αιωρείται μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί θεώρησε ότι έτσι εξασφαλίζει τη φήμη της, παραμένοντας δήθεν ακάθεκτη σε μια αγωνιστική στάση. Την ίδια στιγμή αντί να οργανώνει την αναμέτρηση σε συνθήκες επιστράτευσης, εξαντλήθηκε σε ύστατες εκκλήσεις προς το υπουργείο για μία τελευταία συνάντηση, και προς την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ για υποστήριξη. Περιμένοντας ίσως και κάποια τάση υποχώρησης από το υπουργείο για να μπορεί κάτι να λεει ότι κέρδισε μετά από αυτούς τους “ναπολεόντειους” ελιγμούς. Την ώρα που η αύξηση του ωραρίου είναι ήδη νόμος του κράτους και την Πέμπτη ανακοινώθηκε τελεσίδικα το ΠΔ για τις μεταθέσεις, ήταν μάταιο να περιμένει κανείς στροφή από την κυβέρνηση. Εξάλλου τι κυβέρνηση της “ευνομίας” θα ήταν αν παρίστανε ότι θέλει να το ξανασυζητήσει; Έτσι εξαντλήθηκε ότι χρόνος είχε απομείνει, από την οργάνωση της μάχης αφήνοντας, ελλείψει συγκεκριμένου σχεδίου υλοποίησης της απεργίας, την πρωτοβουλία στον αντίπαλο, ο οποίος συνέχιζε να απειλεί με κάθε τρόπο ότι όποιος απεργήσει είναι σαν να υποβάλει αίτηση παραίτησης.
Και η αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ τις κρίσιμες αυτές μέρες αντί να δει πως θα στηρίξει την απεργία έψαχνε τρόπους να εκτονωθεί η κατάσταση, να γίνουν οι εξετάσεις και να ξεκινήσει ένας διάλογος μετά. Είναι σίγουρο ότι θα επιχείρησε να έρθει και σε μια συνεννόηση με την κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε αν το κατάφερε, αν και το πιθανότερο είναι να βρήκε τις πόρτες κλειστές. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Σημασία έχει ότι ο χρόνος πέρναγε χωρίς καμία προετοιμασία για σύγκρουση. Το ΚΚΕ από την άλλη είχε δηλώσει εξαρχής ότι δεν υπάρχουν οι όροι και επιπλέον δεν είναι και ο κατάλληλος χρόνος οι εξετάσεις, βγάζοντας εξαρχής την ουρά του απ’ έξω.
Τι ψήφισαν τελικά οι συνελεύσεις
Έτσι φτάσαμε στη συνέλευση των προέδρων. Εκεί ξαφνικά ενώ η πρόταση της ΟΛΜΕ είχε ψηφιστεί από το 90% των συνελεύσεων των ΕΛΜΕ, προκύπτει το θέμα όχι μόνο αν μπορεί να πραγματοποιηθεί τελικά η απεργία, αλλά και αν όντως είχε ψηφιστεί η υλοποίησή της. Εννοείται ότι ο καθένας μπορεί να ερμηνεύει την ποιότητα της ψήφου, όπως νομίζει. Όμως πουθενά δεν ψηφίστηκε η πρόταση της ΟΛΜΕ για να μην γίνει. Ελάχιστες μόνο ΕΛΜΕ και με δάκτυλο των ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚ και ΣΥΝΕΚ έβαλαν μια υποσημείωση περί διερεύνησης των όρων υλοποίησης. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με μια αξιολόγηση της διάθεσης της βάσης, ούτε απάλλασσε τους προέδρους των ΕΛΜΕ και των παρατάξεων τους από την ευθύνη να πάρουν την τελική απόφαση. Αυτοί όμως προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλό τους, με τον ισχυρισμό είτε ότι η βάση ψήφισε την απεργία για το “γαμώτο”, είτε ότι δεν υπάρχουν οι ευρύτεροι συσχετισμοί για την υλοποίησή της. Βεβαίως αυτό δεν πρόκειται να αποδειχτεί ποτέ, στο βαθμό που δεν δοκιμάστηκε τίποτα άλλο πέρα από την άτακτη υποχώρηση. Και επομένως ο καθένας μπορεί να λεει ότι θέλει.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήδη από τις συνελεύσεις της Τρίτης οι συνδικαλιστές όχι μόνο της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚ αλλά και της ΣΥΝΕΚ και παρά την πρωτοφανή μαζικότητα,ζύμωναν εξαρχής την άποψη ναι μεν να ψηφιστεί η απεργία, αλλά όχι ακριβώς για να γίνει, αλλά για να καταδικαστεί η επιστράτευση και να δοθεί ένα μήνυμα υποστήριξης της βάσης των καθηγητών προς την ΟΛΜΕ τώρα που βάλλεται πανταχόθεν. Για να τονίσουν σε όλους τους τόνους ότι σε συνθήκες επιστράτευσης η απεργία θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί αφού η συμμετοχή σ’ αυτήν σημαίνει σίγουρη απόλυση.
Βεβαίως η επιχειρηματολογία των κυβερνητικών παρατάξεων ήταν διαφορετική από αυτή των ΣΥΝΕΚ. Οι πρώτοι μετέφεραν όλο το κλίμα τρομοκρατίας προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση (των κομματικών τους φορέων για να μην ξεχνιόμαστε) είναι τόσο ανάλγητη που δεν θα διαστάσει να προχωρήσει σε απολύσεις όσων τολμήσουν να σπάσουν την επιστράτευση, αφού πρώτα φρόντισαν να τονίσουν την αρνητική γνώμη που έχει η κοινωνία για την απεργία και τους καθηγητές που “όλοι τους βρίζουν”. Το μήνυμα άλλωστε το είχε δώσει ο ΔΑΚίτης πρόεδρος της ΟΛΜΕ όταν πριν καν ανακοινωθεί η επιστράτευση φρόντισε να πει ότι οι καθηγητές μόλις λάβουν τα φύλλα πορείας θα γυρίσουν στα σχολεία “με ψηλά το κεφάλι”. Οι συνδικαλιστές του Συριζα αφού κλαψούριζαν για την αναλγησία της κυβέρνησης (λες και έπρεπε να είναι ευαίσθητη), τη συνταγματική εκτροπή (επιστράτευση) εξήγησαν με τον πιο λεπτομερή τρόπο όχι πως πρέπει να οργανωθεί η απεργία σε αυτές τις άγριες συνθήκες αλλά τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης που υπάρχει, το ότι η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δεν καλούν σε κινητοποιήσεις, ότι δεν έχουν χτιστεί οι κατάλληλες κοινωνικές συμμαχίες, ότι οι γονείς και οι μαθητές δεν είναι καλά ενημερωμένοι, και γενικώς ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να σπάσει στην πράξη η επιστράτευση. Μίλησαν επίσης για Ιφιγένειες που θα θυσιαστούν χωρίς λόγο, ότι ένας κλάδος δεν μπορεί να τα βάλει με ολόκληρη κυβέρνηση και επομένως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε πότε θα ανατραπεί ο συσχετισμός δύναμης και παρ’ το αυγό και κούρευτο. Καθήκοντα δηλαδή που έτσι κι αλλιώς δεν αφορούν τους καθηγητές και επομένως το δια ταύτα ήταν ναι στην απεργιακή πρόταση της ΟΛΜΕ, καταδίκη του κυβερνητικού αυταρχισμού, αλλά όχι απεργία την Παρασκευή και την ερχόμενη βδομάδα. Όλες αυτές οι τοποθετήσεις βεβαίως ήταν διφορούμενες, αλλού πιο καθαρές αλλού καλυμμένες με σάλτσα. Πάντως οι προθέσεις του συνδικαλιστικού βραχίονα του ΣΥΡΙΖΑ είχαν φανεί ποικιλοτρόπως από τις συνελεύσεις της Τρίτης. Αυτή όμως ήταν η θέση τους και όχι η διάθεση της βάσης, όπως θέλουν να παρουσιάσουν, τουμπάροντας εντελώς την πραγματικότητα.
Είναι δεδομένο ότι τοποθετήσεις αυτού του είδους αντί να προετοιμάζουν τον κόσμο για τη σύγκρουση, προκάλεσαν σύγχυση, χωρίς όμως αυτό να σηκώνει κάποια διαφορετική ερμηνεία στο τι ακριβώς ψήφισαν οι συνελεύσεις. Εξάλλου όπου υπήρχαν προτάσεις ότι δεν μας παίρνει, καλύτερα να πάμε σε απεργία μετά τις εξετάσεις ή τον Σεπτέμβρη για να χτίσουμε συμμαχίες κοκ ήταν εντελώς μειοψηφικές. Η συζήτηση άλλωστε στις περισσότερες ΕΛΜΕ για το τι σημαίνει απεργία με επιστράτευση έγινε, χωρίς ούτε αυτό να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Ωστόσο οι κλάψες και η ηττοπάθεια που έσπειραν οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές μαζί με τη ΣΥΝΕΚ προκάλεσε αρκετή ζημιά και σίγουρα έδωσε το μήνυμα ότι η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ άλλα λεει και άλλα εννοεί.
Απ’ κει όμως μέχρι να στηθεί το πραξικόπημα της Τετάρτης υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Και μάλιστα στη βάση της ερμηνείας της απόφασης που πήραν οι συνελεύσεις. Τι έκανε εδώ η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ; Τις δικές της παλινωδίες τις φόρτωσε στη βάση, επιχειρώντας να ερμηνεύει το αποτέλεσμα των συνελεύσεων σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες. Ο κόσμος δήθεν “ψήφισε την απεργία για να μην γίνει”. Κι όμως στις ΕΛΜΕ που μπήκε με ξεκάθαρο τρόπο ότι λέμε απεργία για να την κάνουμε ο κόσμος την ψήφιζε εξίσου μαζικά με εκείνες που υποτίθεται σύμφωνα με τους ερμηνευτές ψηφιζόταν για να δοθεί απλώς μήνυμα. Η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ αντί να πάρει την πολιτική ευθύνη της αναβολής της απεργίας και μίας άτακτης υποχώρησης, προτίμησε να πετάξει το μπαλάκι στους προέδρους των ΕΛΜΕ, οι οποίοι με τη σειρά τους αντί να πάρουν μια ξεκάθαρη θέση, ότι προχωράνε στην απεργία κρύφτηκαν πίσω από διαδικαστικές λεπτομέρειες ότι δεν είχαν εξουσιοδότηση να απαντήσουν σε ένα τέτοιο ερώτημα ψηφίζοντας οι περισσότεροι, πλην 18 ΕΛΜΕ, λευκό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγει απόφαση. Έτσι η απεργία φαλίρισε χωρίς να έχει κανείς λερώσει τα χέρια του βάζοντας υπογραφή στην αναστολή της.
Οι Παρεμβάσεις
Οι Παρεμβάσεις προτίμησαν να εξαντληθούν σε καταγγελίες της πλειοψηφίας χωρίς όμως να έχουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση που να πείθει ακόμα και τα δικά τους στελέχη. Από το πρωί τα ελάχιστα ηγετικά τους στελέχη που ήταν στο Τιτάνια κατήγγειλαν μια την ΑΔΕΔΥ και μια το ΠΑΜΕ που δεν υποστηρίζουν τον αγώνα. Αλήθεια τα 50-60 πρωτοβάθμια του συντονισμού που τα περιφέρουν ως τρόπαιο για τα δικά τους τερτίπια θα έμπαιναν την Παρασκευή σε απεργία ή αντιμετώπιζαν στην ίδια δυσκαμψία με την ΑΔΕΔΥ και το ΠΑΜΕ; Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον 4 ίσως και 5 πρόεδροι ΕΛΜΕ στελέχη των Παρεμβάσεων να ψηφίζουν κι αυτοί λευκό στις “προϋποθέσεις υλοποίησης της απόφασης”. Η κριτική που ασκούν οι Παρεμβάσεις στην πλειοψηφία δεν διαφέρει από την κριτική που ασκεί η ΣΥΝΕΚ στην ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Και οι δύο συμφωνούσαν ότι οι καθηγητές είχαν ανάγκη από μια ευρεία κοινωνική υποστήριξη για να σπάσουν την επιστράτευση. Αυτό γενικά είναι σωστό, αλλά πως το πετυχαίνει κανείς; Πατώντας κάποιο κουμπάκι; Ή νομίζοντας ότι πραγματική συμπαράσταση είναι οι άνευ περιεχομένου αποφάσεις για απεργία που δεν θα συμμετείχε κανένας. Ακόμα και αν υπήρχε απεργία της ΑΔΕΔΥ την Παρασκευή τι θα άλλαζε τόσο δραματικά; Μήπως η ημιθανής ΑΔΕΔΥ διαθέτει τίποτα στρατεύματα που θα τα έστελνε έξω από τα εξεταστικά; Μήπως θα έδινε κάποια θεσμική ομπρέλα στην απεργία; Ο μόνος που διέθετε στρατό ήταν η ΟΛΜΕ με τις 20000 καθηγητών που έδωσαν το παρόν αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους, αλλά έτρεχε πίσω από κάτι αξιολύπητους και ανυπόληπτους σαν τον Παναγόπουλο και τον παγκοσμίως άγνωστο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ. Μετρώντας εκεί την ανταπόκριση της κοινωνίας στον αγώνα των καθηγητών. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν κρίθηκε με αυτές τις εκκλήσεις, ούτε και με την αναμενόμενη μη ανταπόκριση όλου αυτού του ψοφοειδούς συρφετού που την ίδια ώρα υπέγραφε την πιο ελεεινή εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Και στο βαθμό που όλα αυτά τα ανόητα σχέδια πήγαν άπατα η μεν ΣΥΝΕΚ πέταξε το μπαλάκι στη συνέλευση των προέδρων προτείνοντας το γνωστό ψήφισμα περί προϋποθέσεων που άλλωστε ζύμωνε εδώ και μέρες, οι δε Παρεμβάσεις επέμεναν ότι η πρόταση της ΟΛΜΕ έπρεπε να εγκριθεί ως έχει αφήνοντας όμως την υλοποίησή της στην ατομική διάθεση του καθένα εν δυνάμει απεργού ξεχωριστά. Το μόνο συγκεκριμένο που είχε η πρόταση των Παρεμβάσεων ήταν να απεργήσουν 500 συνδικαλιστές και να γίνουν απλά συγκεντρώσεις έξω από τα εξεταστικά κέντρα χωρίς όμως να διαταραχτεί η διεξαγωγή των εξετάσεων. Όλη η ουσία της πρότασης αυτής ήταν να πάρει την πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση προκειμένου η ΟΛΜΕ και μαζί της και οι Παρεμβάσεις να σώσουν τα προσχήματα, αφού υπερασπίστηκαν την απεργία μέχρι τέλους ακόμα και αν ο κλάδος υπέκυψε με “ψηλά το κεφάλι”, χωρίς υποστήριξη και κάτω από την καταστολή, πετυχαίνοντας μια “ηθική νίκη” και βάζοντας τις γνωστές “παρακαταθήκες”. Αυτή ήταν η διαφορά με τη ΣΥΝΕΚ που θεώρησε ότι η πρόταση για τους 500 συνδικαλιστές που θα δήλωναν απεργοί “δεν καλύπτει την αναγκαιότητα της μαζικής, κινηματικής δράσης“. (ανακοίνωση ΣΥΝΕΚ). Στην ίδια ανακοίνωση μάλιστα η ΣΥΝΕΚ επιβεβαιώνει ότι στελέχη των παρεμβάσεων ψηφίσαν και αυτά λευκό στην πρόταση “ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ο όροι και οι προϋποθέσεις για να πάμε στην κρίσιμη και αποφασιστική σύγκρουση”, αδειάζοντας τις Παρεμβάσεις που με τις ανακοινώσεις της μίλησε για ξεπούλημα του αγώνα από την πλειοψηφία της ΟΛΜΕ συμπεριλαμβανομένου και του Συριζα.
Στην πραγματικότητα οι Παρεμβάσεις και οι ΣΥΝΕΚ κινήθηκαν από την αρχή στο ίδιο μήκος κύματος. Βεβαίως οι ευθύνες της ΣΥΝΕΚ είναι σαφώς μεγαλύτερες, όχι λόγω του ειδικού βάρους που έχουν στην ΟΛΜΕ αλλά λόγω της οργανικής τους σχέσης με το ΣΥΡΙΖΑ που εξαρχής είχε πάρει τις αποστάσεις του από την απεργία στις εξετάσεις. Όμως και οι δύο θεωρούσαν ότι οι προϋποθέσεις αφορούν την κήρυξη μιας απεργίας από τη ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ. Ότι αυτό δήθεν θα αποτελούσε μια ασπίδα προστασίας για την απεργία την Παρασκευή. Στο σημείο αυτό δεν διαφέρει η αντίληψη τους ούτε από το ΠΑΜΕ το οποίο επέμενε από την αρχή ότι δεν υπάρχουν οι όροι για αναμέτρηση μέσα στις εξετάσεις. Ολόκληρη η αριστερά βρέθηκε να κρατάει μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα στο χέρι την οποία ο ένας πέταγε στον άλλο, ψάχνοντας να τη φορτώσουν στην ΑΔΕΔΥ και αφού η ΑΔΕΔΥ αποποιήθηκε τις ευθύνες της στο τέλος την πέταξαν στον κόσμο. Οι συμμαχίες που έχουν στο μυαλό τους όλοι αυτοί είναι μερικές σφραγίδες σωματείων όλων των βαθμών, που στην προκειμένη όμως δεν θα είχαν καμία πρακτική σημασία. Γιατί είναι αμφίβολο ακόμα και μια απεργία της ΑΔΕΔΥ, ακόμα και της ΓΣΕΕ εκείνη τη μέρα αν θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δηλαδή θα λειτουργούσε προωθητικά για τη συμμετοχή των καθηγητών σε μια απεργία υπό καθεστώς επιστράτευσης. Για ακόμα μια φορά η αριστερά μέσα από τους συνδικαλιστικούς της βραχίονες αντί να οργανώσει τις δυνάμεις που είχε στη διάθεσή της, το έριξε στην τρελίτσα, αναζητώντας τις πιο απίθανες συμμαχίες. Ενώ είχε 20000 καθηγητές που προσφέρθηκαν στον αγώνα, φρόντισε να μην ασχοληθεί καθόλου μαζί τους, ούτε καν με το πιο πρωτοπόρο κομμάτι τους, αλλά να χάνει τον καιρό της ψάχνοντας δήθεν κοινωνικές συμμαχίες για να καταλήξει ότι τελικά δεν υπάρχουν. Για ακόμα μια φορά, ενώ υπήρχε στρατός για να πολεμήσει, τον άφησε ακέφαλο, έρμαιο στην τρομοκρατία της κυβέρνηση και την τρομολαγνεία των πρετεντέρηδων και των καψήδων. Και μετά οι ίδιοι διέδιδαν ότι ο κόσμος ψήφισε την πρόταση για απεργία για το γαμώτο. Δηλαδή ότι δεν τραβάει. Τις δικές τους αναστολές τις φόρτωσαν στον κόσμο.
Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ
Το ΠΑΜΕ μπορεί να επιχαίρει ότι επιβεβαιώθηκε για τα “επικοινωνιακά παιχνίδια” της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ και στην εκτίμησή του ότι δεν υπάρχουν εξαρχής οι όροι για την απεργία. Όμως αυτό δεν το απαλλάσσει από το μερίδιο που του αναλογεί στην ήττα. Συνεχίζει να ξεχνά ότι ο χρόνος της αντιπαράθεσης δεν επιλέχτηκε από την ΟΛΜΕ, ούτε από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από την κυβέρνηση. Ο νόμος για το αυξημένο ωράριο, και το ΠΔ για υποχρεωτικές μεταθέσεις ήρθαν τώρα. και ήδη εφαρμόζονται βγάζοντας χιλιάδες υπεράριθμους καθηγητές. 10000 αναπληρωτές χάνουν άμεσα τη δουλειά τους. Για τους μόνιμους δεν θα έρθουν μόνο μεταθέσεις, αλλά και απολύσεις σε μια δεύτερη φάση. Με το νέο πειθαρχικό στήνεται γοργά μια βιομηχανία παραγωγής επίορκων που οδηγεί άμεσα σε αργία. Αν δεν ήταν τώρα η ώρα της μάχης, πότε θα ήταν; Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ δεν το απασχολούσαν οι συμμαχίες αλλά μην τυχόν και δυσαρεστήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου είναι αλήθεια τμήματος της κοινωνίας, που λειτουργεί φοβικά σε οτιδήποτε μπορεί να διασαλέψει την τάξη. Το ΚΚΕ κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι απεργία μέσα στις εξετάσεις και ειδικά υπό την απειλή της επιστράτευσης θα σήμαινε άγρια απεργία. Μια απεργία που ούτε θα έλεγχε, ούτε θα ήταν στα μέτρα που θα επιθυμούσε. Για ακόμα μια φορά το ΚΚΕ αποφάσισε να κινηθεί εντός των ορίων που επιβάλλει η αστική νομιμότητα, όπως κάνει συνήθως. Γι’ αυτό ενώ έδινε μαθήματα περί κοινωνικών συμμαχιών, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να τις διαμορφώσει, παρά είχε τον Σοφιανό να περιφέρεται στα κανάλια και να λεει ότι κανείς δεν πρέπει να εκβιάζει την κυβέρνηση με τις εξετάσεις των μαθητών. Στο ίδιο μήκος κύματος και η ΚΝΕ που ενώ είχε κηρυχτεί η επιστράτευση έβγαλε μια κατάπτυστη προκήρυξη που έγλυφε την πιο καθυστερημένη συνείδηση λέγοντας έχουν δίκιο οι μαθητές “να βλέπουν με προβληματισμό την απόφαση της ηγεσίας της ΟΛΜΕ” προτείνοντας για την ώρα στον κάθε μαθητή να επικεντρωθεί στο διάβασμά του: “Πάρε κουράγια, διάβασε περισσότερο, μην αποπροσανατολίζεσαι, να δώσεις με το κεφάλι ψηλά τη μάχη που έχεις μπροστά σου”. Αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη ότι την ώρα που η αναμέτρηση ήταν ακόμα μια ανοιχτή υπόθεση το ΚΚΕ σφύριζε αδιάφορα .
Κατά τα άλλα μόνο υποκριτική είναι η εκ των υστέρων κριτική ότι η ΟΛΜΕ έκανε επικοινωνιακά παιχνίδια. Και αν τα έκανε το καθήκον δεν είναι να τα αποκαλύψουμε, αλλά να οργανωθεί πραγματικά ο αγώνας την ώρα που χιλιάδες καθηγητές είναι έτοιμοι να τον ξεκινήσουν.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει
Τα ουσιαστικό ερώτημα όμως παραμένει. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ήταν προβληματισμένος και φοβισμένος. Παντού το κυρίαρχο ερώτημα ήταν αν μπορεί και πως να γίνει η απεργία, τι συνέπειες θα έχει, αν υπάρχει κάλυψη; Το πιο ουσιαστικό αν θα απεργήσουν στο τέλος 20000 ή 200. Πως το εξασφαλίζουμε αυτό; Εκεί η συνδικαλιστική αριστερά δεν έδινε καμία απάντηση. Ακόμα και οι Παρεμβάσεις έψαχναν την απάντηση στη συμπαράσταση απ’ έξω: Πρέπει να μπούνε κι άλλοι στον αγώνα. Το γνωστό τροπάρι, να κηρύξει η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ γενική απεργία, να κατέβει ο λαός στους δρόμους, οι γονείς οι μαθητές, να βρούμε συμμαχίες κοκ. Όλα αυτά δημιουργούσαν επιπλέον σύγχυση. Η εντύπωση που έβγαινε απ’ όλα αυτά είναι ότι είμαστε τελείως μόνοι μας και θα μας λιώσουν. Είναι αλήθεια ότι οι καθηγητές μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα. Μπορούσαν όμως να αρχίσουν. Είναι ο μεγαλύτερος κλάδος και με ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση. Αυτό που μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ΕΛΜΕ και η ΟΛΜΕ είναι 10000 απεργοί την Παρασκευή για να σπάσει η επιστράτευση. Αυτή έπρεπε να είναι η μοναδική κουβέντα από τη Δευτέρα. Σπάζοντας την επιστράτευση οι ίδιες οι εξετάσεις θα ήταν πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Ο κόσμος που πήγε στις συνελεύσεις πήγε για να πάρει τέτοιες απαντήσεις. Η διάθεση για αντίδραση ήταν δεδομένη, αλλιώς οι συνελεύσεις θα ήταν άμαζες. Η επιστράτευση θεωρήθηκε αιτία πολέμου από τη βάση. Πράγματι λειτούργησε σαν καμπανάκι. Ενστικτωδώς οι πάντες κατάλαβαν ότι ο Σαμαράς και οι δύο μαριονέτες που τον περιβάλλουν δεν επιδίωκαν απλώς την αύξηση του ωραρίου αλλά ταυτόχρονα τη συντριβή του κινήματος και τον εξευτελισμό της ΟΛΜΕ. Αυτό προκάλεσε ανάμεικτα και φόβο και οργή. Μια απεργία υπό αυτές τις συνθήκες έπρεπε να οργανωθεί με όρους άγριας απεργίας. Καταρχήν σε κάθε ΕΛΜΕ βλέποντας τη βάση να ανταποκρίνεται, με την ευθύνη απεργιακών επιτροπών, στις οποίες δεν θα έπρεπε να έχουν παρουσία τα συνδικαλιστικά φερέφωνα της κυβέρνησης, να ανοίξουν λίστες με όσους είναι αποφασισμένοι να απεργήσουν. Αμέσως θα υπήρχε μια σίγουρη εικόνα για το μέγεθος της συμμετοχής χωρίς να ψάχνουμε την τελευταία στιγμή 500 συνδικαλιστές για να σώσουμε τη φήμη της ΟΛΜΕ. Ακόμα και μια αρχική λίστα με μερικές εκατοντάδες θα πλαισιωνόταν με χιλιάδες ακόμα βλέποντας ο κόσμος ότι υπάρχει μια αποφασισμένη πρωτοπορία που δεν αστειεύεται με την απεργία. Αμέσως τα παιχνιδάκια της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ θα πήγαιναν περίπατο. Η ΣΥΝΕΚ θα έπρεπε να λογαριάσει στα σοβαρά πλέον τη στάση της αν δεν ήθελε να ξεφτιλιστεί εντελώς. Το ίδιο και το ΠΑΜΕ. Σε όλα τα σχολεία το κλίμα θα άλλαζε εντελώς. Οι πάντες θα αντιλαμβάνονταν ότι η απεργία μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια αντιμετώπιση ισοδυναμεί με σύγκρουση κατά μέτωπο.
Η κυβέρνηση είχε δύο επιλογές. Ή να απολύσει 10000 απεργούς ή να κάνει την πάπια. Στην πρώτη θα προκαλούσε γενικό χάος. Η ΟΛΜΕ ή καλύτερα οι απεργιακές επιτροπές που κανένας δεν σκέφτηκε στα σοβαρά να αναλάβουν την υπόθεση, θα έπρεπε να καλέσουν σε πανελλαδικό συλλαλητήριο ενάντια στην επιστράτευση την Κυριακή το απόγευμα, στο Σύνταγμα. Η πιθανότητα να ζήσουμε μια ρεβάνς της 12 Φλεβάρη 2012 θα ήταν περισσότερο από πιθανή. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν πάρα την άρνηση της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ να καλέσουν σε γενική απεργία, αλλά και παρά την αδυναμία των πρωτοβάθμιων σωματείων να οργανώσουν απεργίες αλληλεγγύης στους καθηγητές. Εξάλλου τι αλληλεγγύη θα μπορούσε να καλεστεί χωρίς την αποφασιστική συμμετοχή των ίδιων των καθηγητών στον αγώνα και τη στιγμή που ο κόσμος είναι συνηθισμένος σε τέτοιες απεργίες αλληλεγγύης που απουσιάζει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Η αλληλεγγύη θα μπορούσε να χτιστεί μόνο αν ξεκίναγε η απεργία. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Εξάλλου εκεί που είχε οδηγήσει η κυβέρνηση την αντιπαράθεση το κεντρικό ήταν να σπάσει η επιστράτευση. Μόνο που σπάζοντας την επιστράτευση, έμπαινε σε δοκιμασία ολόκληρο το κυβερνητικό οικοδόμημα. Ο Σαμαράς χτίζει πάνω στην επιβολή του νόμου, πίσω από αυτό δεν υπάρχει καμία γραμμή άμυνας. Δεν θα χρειαζόταν καν άλλες 5 μέρες απεργίας. Από την Κυριακή με ένα τεράστιο συλλαλητήριο έξω από τη βουλή ο Σαμαράς θα έπρεπε ή να υποχωρήσει ή να βάλει σε δοκιμασία την ύπαρξη ολόκληρης της κυβέρνησης. Από κει και πέρα όλα τα ενδεχόμενα θα ήταν ανοιχτά.
Ο φόβος νίκησε
Το πρόβλημα στην αριστερά παραμένει η αναζήτηση όλων και μεγαλύτερων δυνάμεων για να δώσει μια μάχη. Στην πραγματικότητα η μάχη δεν κρίνεται από το δήθεν τεράστιο εύρος της, αλλά από την αποφασιστικότητα αυτών που τη δίνουν. Ο κόσμος που θέλει η αριστερά δεν είναι πάντα διαθέσιμος. Σήμερα μπορούν αυτοί, αύριο οι άλλοι. Σήμερα ο υπάρχει απογοήτευση ο κόσμος δύσκολα ξαναμπαίνει σε έναν αγώνα απλώς για να δηλώσει τη διαμαρτυρία του. Μετά από 25 γενικές απεργίες και τόνους χημικών αυτά τα 3 χρόνια, οι σικέ αναμετρήσεις δεν συγκινούν κανέναν. Το ζητούμενο στην απεργία αυτή ήταν να πειστεί εκείνο το τμήμα της κοινωνίας, που έτσι κι αλλιώς βρίζει την κυβέρνηση, ότι εδώ μπορεί να σταματήσει ο τυφώνας του μνημονίου. Για να γινόταν αυτό έπρεπε να βρεθούν 10000 σίγουροι απεργοί. Σε μια τέτοια μάχη ρίχνεις τις γέφυρες προς τη στεριά. Δεν υπάρχει επιστροφή. Είναι πόλεμος. Κερδίζει ο πιο αποφασισμένος. Και οι μάχες αυτές δεν μπορούν να δοθούν με το σκληρό κομμάτι διαλυμένο στο χυλό. Και ακριβώς γιατί δεν υπάρχει πλέον θεσμική κάλυψη, η μοναδική εγγύηση είναι ότι δεν θα σπάσει κανείς από τις αλυσίδες. Αυτό έπρεπε να είχε ειπωθεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στις συνελεύσεις. Όμως η συνδικαλιστική αριστερά προτίμησε τα παλιά κόλπα. Μόνο που τώρα αυτά δεν περνάνε.
Η απεργία τελικά κατάρρευσε πριν ξεκινήσει. Πρόκειται για συντριπτική ήττα ακόμα και αν φαινομενικά ήταν αναίμακτη. Το άμεσο κόστος θα είναι 10000 αναπληρωτές λιγότεροι και ένα πανηγύρι μεταθέσεων, επίορκων και αξιολογήσεων για τον κλάδο. Σε λίγο θα ακολουθήσουν τα ίδια στους δασκάλους. Οι υπό απόλυση επιταγμένοι απεργοί έσωσαν τη δουλειά τους για να απολυθούν όμως χιλιάδες αναπληρωτές. Ο φόβος νίκησε. Όσοι τώρα πιστεύουν ότι οι μεγάλες συνελεύσεις είναι η αφετηρία να ξαναγυρίσει ο κόσμος στις ΕΛΜΕ προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα. Αυτό θα το αντιληφθούν τις επόμενες μέρες, που στα επόμενα καλέσματα της ΟΛΜΕ δεν πρόκειται να ανταποκριθεί κανένας. Το μήνυμα που έδωσε η υπάρχουσα συνδικαλιστική ηγεσία είναι ότι δεν είναι ικανοί για τίποτα περισσότερο από μπλόφες. Στη βάση των καθηγητών οι περισσότεροι μιλάνε για ένα στημένο θέατρο. Σε αυτό βάζουν μέσα και την αριστερά.
Κατά τη γνώμη μας η αριστερά δεν έστησε τίποτα. Απλά έδειξε όλη την ανικανότητά της να ανταποκριθεί στο επίπεδο της αντιπαράθεσης, με ένα κράτος που δεν υπολογίζει ούτε στο πολιτικό κόστος, ούτε στις συνεννοήσεις με τα συνδικάτα και με την ρεφορμιστική αριστερά. Στο κράτος έκτακτης ανάγκης όλα αυτά δεν έχουν καμία θέση. Είναι πλέον φανερό ότι η αριστερά της μεταπολίτευσης και του κράτους πρόνοιας έχει φαει τα ψωμιά της. Μαζί της και ο συνδικαλισμός που αντλούσε όλη του τη δύναμη από το θεσμικό του ρόλο στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, στη δυνατότητα να κηρύσσει νόμιμες απεργίες, στη συνδικαλιστική ασυλία και σε ένα ορισμένο εργατικό δίκαιο. Όλα αυτά πλέον είναι στον αέρα. Το νέο μοντέλο κοινωνικής συνοχής δεν χτίζεται πλέον με αυτά τα υλικά. Η εργασία είναι υπό διωγμό και μαζί κάθε διαδικασία ταξικής προσέγγισης που έδινε στο ρεφορμισμό και τον θεσμικό συνδικαλισμό έναν ρόλο στην κατανομή της εξουσίας.
Μετά τις απανωτές επιστρατεύσεις, τον εξευτελισμό των επίσημων συνδικάτων, και μια αριστερά όλο και πιο στριμωγμένη στην νέα αυτή αστική νομιμότητα (κράτος έκτακτης ανάγκης) ο καθένας και η καθεμιά θα πρέπει να σκεφτούν πως από δω και πέρα μπορεί να δοθεί η μάχη. Πάντως όχι με μια ΟΛΜΕ που μετά απ’ όλα αυτό το ρεζιλίκι σκέφτηκε σαν πρώτη κίνηση να συναντηθεί με τον Κουβέλη και τη Ρεπούση. Ούτε με μια αριστερά που το μόνο που είχε να προτείνει στους καθηγητές ήταν η αναβολή της μάχης ή ακόμα χειρότερα να αναρωτιέται που η κυβέρνηση δεν περνάει τα μέτρα μετά τις εξετάσεις. Ή ακόμα και με την αριστερά που δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να τρέχει από τη ΓΣΕΕ στην ΑΔΕΔΥ. Με όλους αυτούς τους νεροκουβαλητές της ήττας και της κλάψας δεν μπορεί να υπάρχει καμία τύχη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα αντίληψη για τους αγώνες και το υποκείμενο τους. Μια αντίληψη που να οργανώσει τους άμεσα ενδιαφερόμενους χωρίς να ψάχνει τα ανύπαρκτα εκατομμύρια που δήθεν θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Που θα ποντάρει στους αποφασισμένους ξέροντας ότι αν αυτοί είναι οργανωμένοι τότε θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η χαμένη αλληλεγγύη. Όταν την αναζητήσουμε σε όσους πιστεύουν στον αγώνα και όχι εκεί που είναι όλα διαλυμένα. Από κει μπορεί να ξεκινήσει η αντεπίθεση. Με αυτόν τον κανόνα μπορεί να χτιστεί και μια μάχιμη αριστερά. Προχωράμε μόνο με όσους είναι έτοιμοι να πιαστούν στις αλυσίδες και είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν μέχρι τέλους. Οι υπόλοιποι ας ασχοληθούν χάνοντας τον καιρό τους για τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την Ανταρσύα, την ωριμότητα των συνθηκών, το συσχετισμό δύναμης, τις προϋποθέσεις για αγώνα, τις πλατιές κοινωνικές συμμαχίες και περιμένοντας το λαό να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Αιωνία τους η μνήμη.
Κ.Μαραγκός
Πηγή:
Τα καραγκιοζιλίκια που έλαβαν χώρα στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ δεν έπρεπε κανονικά να εκπλήσσουν κανέναν. Για τη στάση των ΔΑΚΕ και ΠΑΣΚΕ δεν χρειάζεται να γίνει καν λόγος, ούτε έχει και κάποιο νόημα να τους φορτώνει κανείς την ευθύνη για ότι συνέβη. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία και κάθε άλλη απαίτηση από δαύτους είναι μόνο χαμένος χρόνος, εκτός αν ορισμένοι ψάχνουν για επιπλέον άλλοθι. Αυτό που έχει τη σημασία του είναι η στάση της αριστεράς και εννοούμε όλης της αριστεράς και όχι μόνο της ΣΥΝΕΚ(παράταξη του Συριζα), που από κοινού με τα φερέφωνα της κυβέρνησης στην ΟΛΜΕ πρωταγωνίστησε στα τερτίπια που ματαίωσαν την ήδη υπονομευμένη απεργία στη διάρκεια των εξετάσεων.
Η ευφάνταστη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να υλοποιηθεί η απεργία μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει τη στιγμή μάλιστα που λίγα λεπτά πριν έχει επικυρωθεί από το ίδιο σώμα η απόφαση για κήρυξη της απεργίας. Πως είναι δυνατόν να κηρύσσεις απεργία και αμέσως μετά να λες ότι δεν μπορείς να την πραγματοποιήσεις, αυτό σίγουρα αποτελεί αντικείμενο ψυχιατρικής μελέτης. Αν δεν μπορείς να κάνεις απεργία, είτε γιατί το νομίζεις, είτε γιατί δεν θέλεις, είτε γιατί σε επιστράτευσαν και δεν θέλεις να πας σε μετωπική, είτε γιατί το θεωρείς χαμένη υπόθεση, το απλούστερο είναι να το πεις στα ίσα και να τελειώνει η όλη υπόθεση εκεί.
Γιατί όμως έπρεπε να παιχτεί όλο αυτό το θέατρο; Γιατί εξαρχής η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ ενδιαφερόταν περισσότερο για ένα παιχνίδι εντυπώσεων παρά για μια μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Ή καλύτερα πίστευε ότι με μπλόφες, χωρίς καμία προετοιμασία για πραγματική (όχι πλατωνική) αναμέτρηση, θα διαφύλαττε τουλάχιστον τη συνδικαλιστική της τιμή. Γιατί δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι τουλάχιστον η ΣΥΝΕΚ είχε την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση θα υποχωρούσε στις άνευ ουσίας μπλόφες της ΟΛΜΕ. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό που σκέφτηκαν ήταν ότι θα κατέβαζαν μια ανέξοδη πρόταση για 5θήμερες απεργίες, για να διασκεδάσουν τις αριστερές φωνές κάθε είδους, και στη συνέχεια ο κλάδος θα τις απέρριπτε δια της αποχής του από τις συνελεύσεις και όλοι θα έμεναν ευχαριστημένοι και πάνω απ’ όλα η αριστερά που για ακόμα μια φορά έκανε το καθήκον της αλλά να ο κόσμος δεν ακολούθησε, οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες, ο συσχετισμός αρνητικός κοκ. Να όμως που ο Σαμαράς αποφάσισε να τους χαλάσει το σκηνικό και να στήσει ένα δικό του για να εμπεδώσει στην κοινωνία ότι όταν λεει νόμος και τάξη το εννοεί. Να λοιπόν η ευκαιρία, για μια επιστράτευση, συντρίβοντας προληπτικά κάθε σκέψη για αντίσταση, δίνοντας επιπλέον ένα σαφές μήνυμα σε όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό ακριβώς η κυβέρνηση έφερε τα μέτρα τώρα λίγο πριν τις εξετάσεις και όχι το καλοκαίρι, πράγμα που εύχονταν οι καθώς πρέπει συνδικαλιστές μιας και θα τους απάλλασσε από το καθήκον να δώσουν μια πραγματική μάχη και όχι ένα παιχνίδι εντυπώσεων και ανώδυνων καταγγελιών μες τον Αύγουστο. Και ο Σκουρλέτης μαζί με τον Τσίπρα αναρωτιόταν γιατί τώρα και όχι μετά τις εξετάσεις. Για να σας κάνουν ρόμπες, ακριβώς γι’ αυτό. Για να μην σας αφήσουν δρόμο διαφυγής. Για να σας αναγκάσουν ή να πάτε στη μάχη ή να παραδοθείτε. Γιατί η κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν μόνο να περάσει τα μέτρα, αλλά να τσακίσει και τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ΟΛΜΕ. Και επειδή εδώ θα επρόκειτο για πραγματική μάχη σύσσωμη η ηγεσία της ΟΛΜΕ επέλεξε να παραδοθεί, αφού πρώτα παραδόθηκε το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ, λέγοντας σε όλους τους τόνους ότι αυτή η μάχη δεν μπορεί να δοθεί εν μέσω εξετάσεων. Για να συνεχίζουν όλοι μαζί να αναρωτιούνται. Μα γιατί μέσα στις εξετάσεις; Αλλά είσαστε τόσο κολλημένοι στη συναλλαγή και τη συνεννόηση που όχι μόνο δεν εννοείτε να ξεκολλήσετε από αυτές τις κακές συνήθειες, αλλά έχουν κυριεύσει και τη σκέψη σας σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορείτε να απαντήσετε στα πιο απλά ερωτήματα. Λοιπόν ακούστε το για ακόμα μια φορά. Το σύστημα σας έχει εντελώς γραμμένους. Δεν ενδιαφέρεται πλέον για σουξου μουξου ούτε με τα θεσμικά συνδικάτα, ούτε με την αριστερά του κοινοβουλίου. Το μοντέλο διακυβέρνησης που ξέρατε, που σας λάμβανε υπόψη, έχει πλέον αλλάξει. Το άρχων μπλοκ εξουσίας, που έλεγε και ο Πουλατζάς, που όλο λετε γι’ αυτόν, αλλά φαίνεται δεν τον έχετε εμπεδώσει όσο θα έπρεπε, δεν συγκροτείται πλέον με συναινετικούς όρους. Γιατί η άρχουσα τάξη σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης δεν ενδιαφέρεται να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα και τις πολιτικές του εκπροσωπήσεις αλλά να το συντρίψει από την κορφή μέχρι τα νύχια. Γι’ αυτό το αστικό μπλοκ ανασυγκροτείται χτίζοντας συμμαχίες με πυρήνα το νόμο και την τάξηκαι όχι τη συναίνεση και την ενσωμάτωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Επομένως οι “προϋποθέσεις”, μιας και τόσο ενδιαφέρεστε για αυτές, της ταξικής πάλης δεν είναι αυτές που ξέρατε. Και ούτε θα ξαναυπάρξουν τέτοιες προϋποθέσεις-συνεννόησης με την εξουσία. Πάει τελειώσανε αυτά.
Η ΟΛΜΕ και μαζί της τουλάχιστον ο Συριζα για να μην πούμε και οι Παρεμβάσεις νόμιζαν ότι θα τρόμαζε η κυβέρνηση με την κήρυξη μιας απεργίας. Και η απάντηση ήταν επιστράτευση. Το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν κολλάει πουθενά. Δεν έχει ούτε ιερά ούτε όσια. Κανείς πλέον δεν είναι στο απυρόβλητο. Κανείς δεν θα έχει καλύτερη συμπεριφορά, γιατί είναι μορφωμένος, έχει πτυχία, χαίρει κάποιου σεβασμού, είναι και κάποιας ηλικίας. Η συνδικαλιστική εκπαιδευτική αριστερά μας όμως έκανε και μια δεύτερη σκέψη πριν την πιάσει εντελώς ο πανικός. Σκέφτηκε ότι μπορεί να κρυφτεί πίσω από την επιστράτευση. Δηλαδή να φορτώσει την άρνησή της για αντιπαράθεση στο ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγω των συνεπειών που θα υπάρξουν από την ανυπακοή στην επίταξη. Όμως δεν το είπε ανοιχτά. Συνέχισε το τσάμικο, περιμένοντας προφανώς ότι το μέτωπο θα καταρρεύσει από μόνο του και όχι με δική της απόφαση.
Όμως η αντίδραση της βάσης ήταν διαφορετική, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Τη Δευτέρα 30000 κόσμος διαδήλωσε σε όλη την Ελλάδα ενάντια στην επιστράτευση και την Τρίτη έγιναν στις μαζικότερες συνελεύσεις της εικοσαετίας 25000 και πλέον καθηγητές επικύρωναν την πρόταση για σύγκρουση. Όπως ήταν όλα στο αυτόματο, η ΟΛΜΕ δεν πρόλαβε να αλλάξει την πρόταση, ή θα έλεγε κανείς δεν τόλμησε να φέρει άλλη πρόταση στις συνελεύσεις, όπως έκανε την επόμενη μέρα στο Τιτάνια, θέτοντας από την Τρίτη το ερώτημα αν μπορεί να υλοποιηθεί η απεργία εν μέσω επιστράτευσης. Το άφησε απλώς να αιωρείται μέχρι την τελευταία στιγμή, γιατί θεώρησε ότι έτσι εξασφαλίζει τη φήμη της, παραμένοντας δήθεν ακάθεκτη σε μια αγωνιστική στάση. Την ίδια στιγμή αντί να οργανώνει την αναμέτρηση σε συνθήκες επιστράτευσης, εξαντλήθηκε σε ύστατες εκκλήσεις προς το υπουργείο για μία τελευταία συνάντηση, και προς την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ για υποστήριξη. Περιμένοντας ίσως και κάποια τάση υποχώρησης από το υπουργείο για να μπορεί κάτι να λεει ότι κέρδισε μετά από αυτούς τους “ναπολεόντειους” ελιγμούς. Την ώρα που η αύξηση του ωραρίου είναι ήδη νόμος του κράτους και την Πέμπτη ανακοινώθηκε τελεσίδικα το ΠΔ για τις μεταθέσεις, ήταν μάταιο να περιμένει κανείς στροφή από την κυβέρνηση. Εξάλλου τι κυβέρνηση της “ευνομίας” θα ήταν αν παρίστανε ότι θέλει να το ξανασυζητήσει; Έτσι εξαντλήθηκε ότι χρόνος είχε απομείνει, από την οργάνωση της μάχης αφήνοντας, ελλείψει συγκεκριμένου σχεδίου υλοποίησης της απεργίας, την πρωτοβουλία στον αντίπαλο, ο οποίος συνέχιζε να απειλεί με κάθε τρόπο ότι όποιος απεργήσει είναι σαν να υποβάλει αίτηση παραίτησης.
Και η αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ τις κρίσιμες αυτές μέρες αντί να δει πως θα στηρίξει την απεργία έψαχνε τρόπους να εκτονωθεί η κατάσταση, να γίνουν οι εξετάσεις και να ξεκινήσει ένας διάλογος μετά. Είναι σίγουρο ότι θα επιχείρησε να έρθει και σε μια συνεννόηση με την κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε αν το κατάφερε, αν και το πιθανότερο είναι να βρήκε τις πόρτες κλειστές. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Σημασία έχει ότι ο χρόνος πέρναγε χωρίς καμία προετοιμασία για σύγκρουση. Το ΚΚΕ από την άλλη είχε δηλώσει εξαρχής ότι δεν υπάρχουν οι όροι και επιπλέον δεν είναι και ο κατάλληλος χρόνος οι εξετάσεις, βγάζοντας εξαρχής την ουρά του απ’ έξω.
Τι ψήφισαν τελικά οι συνελεύσεις
Έτσι φτάσαμε στη συνέλευση των προέδρων. Εκεί ξαφνικά ενώ η πρόταση της ΟΛΜΕ είχε ψηφιστεί από το 90% των συνελεύσεων των ΕΛΜΕ, προκύπτει το θέμα όχι μόνο αν μπορεί να πραγματοποιηθεί τελικά η απεργία, αλλά και αν όντως είχε ψηφιστεί η υλοποίησή της. Εννοείται ότι ο καθένας μπορεί να ερμηνεύει την ποιότητα της ψήφου, όπως νομίζει. Όμως πουθενά δεν ψηφίστηκε η πρόταση της ΟΛΜΕ για να μην γίνει. Ελάχιστες μόνο ΕΛΜΕ και με δάκτυλο των ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚ και ΣΥΝΕΚ έβαλαν μια υποσημείωση περί διερεύνησης των όρων υλοποίησης. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με μια αξιολόγηση της διάθεσης της βάσης, ούτε απάλλασσε τους προέδρους των ΕΛΜΕ και των παρατάξεων τους από την ευθύνη να πάρουν την τελική απόφαση. Αυτοί όμως προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλό τους, με τον ισχυρισμό είτε ότι η βάση ψήφισε την απεργία για το “γαμώτο”, είτε ότι δεν υπάρχουν οι ευρύτεροι συσχετισμοί για την υλοποίησή της. Βεβαίως αυτό δεν πρόκειται να αποδειχτεί ποτέ, στο βαθμό που δεν δοκιμάστηκε τίποτα άλλο πέρα από την άτακτη υποχώρηση. Και επομένως ο καθένας μπορεί να λεει ότι θέλει.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήδη από τις συνελεύσεις της Τρίτης οι συνδικαλιστές όχι μόνο της ΔΑΚΕ και της ΠΑΣΚ αλλά και της ΣΥΝΕΚ και παρά την πρωτοφανή μαζικότητα,ζύμωναν εξαρχής την άποψη ναι μεν να ψηφιστεί η απεργία, αλλά όχι ακριβώς για να γίνει, αλλά για να καταδικαστεί η επιστράτευση και να δοθεί ένα μήνυμα υποστήριξης της βάσης των καθηγητών προς την ΟΛΜΕ τώρα που βάλλεται πανταχόθεν. Για να τονίσουν σε όλους τους τόνους ότι σε συνθήκες επιστράτευσης η απεργία θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί αφού η συμμετοχή σ’ αυτήν σημαίνει σίγουρη απόλυση.
Βεβαίως η επιχειρηματολογία των κυβερνητικών παρατάξεων ήταν διαφορετική από αυτή των ΣΥΝΕΚ. Οι πρώτοι μετέφεραν όλο το κλίμα τρομοκρατίας προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση (των κομματικών τους φορέων για να μην ξεχνιόμαστε) είναι τόσο ανάλγητη που δεν θα διαστάσει να προχωρήσει σε απολύσεις όσων τολμήσουν να σπάσουν την επιστράτευση, αφού πρώτα φρόντισαν να τονίσουν την αρνητική γνώμη που έχει η κοινωνία για την απεργία και τους καθηγητές που “όλοι τους βρίζουν”. Το μήνυμα άλλωστε το είχε δώσει ο ΔΑΚίτης πρόεδρος της ΟΛΜΕ όταν πριν καν ανακοινωθεί η επιστράτευση φρόντισε να πει ότι οι καθηγητές μόλις λάβουν τα φύλλα πορείας θα γυρίσουν στα σχολεία “με ψηλά το κεφάλι”. Οι συνδικαλιστές του Συριζα αφού κλαψούριζαν για την αναλγησία της κυβέρνησης (λες και έπρεπε να είναι ευαίσθητη), τη συνταγματική εκτροπή (επιστράτευση) εξήγησαν με τον πιο λεπτομερή τρόπο όχι πως πρέπει να οργανωθεί η απεργία σε αυτές τις άγριες συνθήκες αλλά τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης που υπάρχει, το ότι η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δεν καλούν σε κινητοποιήσεις, ότι δεν έχουν χτιστεί οι κατάλληλες κοινωνικές συμμαχίες, ότι οι γονείς και οι μαθητές δεν είναι καλά ενημερωμένοι, και γενικώς ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να σπάσει στην πράξη η επιστράτευση. Μίλησαν επίσης για Ιφιγένειες που θα θυσιαστούν χωρίς λόγο, ότι ένας κλάδος δεν μπορεί να τα βάλει με ολόκληρη κυβέρνηση και επομένως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε πότε θα ανατραπεί ο συσχετισμός δύναμης και παρ’ το αυγό και κούρευτο. Καθήκοντα δηλαδή που έτσι κι αλλιώς δεν αφορούν τους καθηγητές και επομένως το δια ταύτα ήταν ναι στην απεργιακή πρόταση της ΟΛΜΕ, καταδίκη του κυβερνητικού αυταρχισμού, αλλά όχι απεργία την Παρασκευή και την ερχόμενη βδομάδα. Όλες αυτές οι τοποθετήσεις βεβαίως ήταν διφορούμενες, αλλού πιο καθαρές αλλού καλυμμένες με σάλτσα. Πάντως οι προθέσεις του συνδικαλιστικού βραχίονα του ΣΥΡΙΖΑ είχαν φανεί ποικιλοτρόπως από τις συνελεύσεις της Τρίτης. Αυτή όμως ήταν η θέση τους και όχι η διάθεση της βάσης, όπως θέλουν να παρουσιάσουν, τουμπάροντας εντελώς την πραγματικότητα.
Είναι δεδομένο ότι τοποθετήσεις αυτού του είδους αντί να προετοιμάζουν τον κόσμο για τη σύγκρουση, προκάλεσαν σύγχυση, χωρίς όμως αυτό να σηκώνει κάποια διαφορετική ερμηνεία στο τι ακριβώς ψήφισαν οι συνελεύσεις. Εξάλλου όπου υπήρχαν προτάσεις ότι δεν μας παίρνει, καλύτερα να πάμε σε απεργία μετά τις εξετάσεις ή τον Σεπτέμβρη για να χτίσουμε συμμαχίες κοκ ήταν εντελώς μειοψηφικές. Η συζήτηση άλλωστε στις περισσότερες ΕΛΜΕ για το τι σημαίνει απεργία με επιστράτευση έγινε, χωρίς ούτε αυτό να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Ωστόσο οι κλάψες και η ηττοπάθεια που έσπειραν οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές μαζί με τη ΣΥΝΕΚ προκάλεσε αρκετή ζημιά και σίγουρα έδωσε το μήνυμα ότι η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ άλλα λεει και άλλα εννοεί.
Απ’ κει όμως μέχρι να στηθεί το πραξικόπημα της Τετάρτης υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Και μάλιστα στη βάση της ερμηνείας της απόφασης που πήραν οι συνελεύσεις. Τι έκανε εδώ η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ; Τις δικές της παλινωδίες τις φόρτωσε στη βάση, επιχειρώντας να ερμηνεύει το αποτέλεσμα των συνελεύσεων σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες. Ο κόσμος δήθεν “ψήφισε την απεργία για να μην γίνει”. Κι όμως στις ΕΛΜΕ που μπήκε με ξεκάθαρο τρόπο ότι λέμε απεργία για να την κάνουμε ο κόσμος την ψήφιζε εξίσου μαζικά με εκείνες που υποτίθεται σύμφωνα με τους ερμηνευτές ψηφιζόταν για να δοθεί απλώς μήνυμα. Η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ αντί να πάρει την πολιτική ευθύνη της αναβολής της απεργίας και μίας άτακτης υποχώρησης, προτίμησε να πετάξει το μπαλάκι στους προέδρους των ΕΛΜΕ, οι οποίοι με τη σειρά τους αντί να πάρουν μια ξεκάθαρη θέση, ότι προχωράνε στην απεργία κρύφτηκαν πίσω από διαδικαστικές λεπτομέρειες ότι δεν είχαν εξουσιοδότηση να απαντήσουν σε ένα τέτοιο ερώτημα ψηφίζοντας οι περισσότεροι, πλην 18 ΕΛΜΕ, λευκό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγει απόφαση. Έτσι η απεργία φαλίρισε χωρίς να έχει κανείς λερώσει τα χέρια του βάζοντας υπογραφή στην αναστολή της.
Οι Παρεμβάσεις
Οι Παρεμβάσεις προτίμησαν να εξαντληθούν σε καταγγελίες της πλειοψηφίας χωρίς όμως να έχουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση που να πείθει ακόμα και τα δικά τους στελέχη. Από το πρωί τα ελάχιστα ηγετικά τους στελέχη που ήταν στο Τιτάνια κατήγγειλαν μια την ΑΔΕΔΥ και μια το ΠΑΜΕ που δεν υποστηρίζουν τον αγώνα. Αλήθεια τα 50-60 πρωτοβάθμια του συντονισμού που τα περιφέρουν ως τρόπαιο για τα δικά τους τερτίπια θα έμπαιναν την Παρασκευή σε απεργία ή αντιμετώπιζαν στην ίδια δυσκαμψία με την ΑΔΕΔΥ και το ΠΑΜΕ; Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον 4 ίσως και 5 πρόεδροι ΕΛΜΕ στελέχη των Παρεμβάσεων να ψηφίζουν κι αυτοί λευκό στις “προϋποθέσεις υλοποίησης της απόφασης”. Η κριτική που ασκούν οι Παρεμβάσεις στην πλειοψηφία δεν διαφέρει από την κριτική που ασκεί η ΣΥΝΕΚ στην ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Και οι δύο συμφωνούσαν ότι οι καθηγητές είχαν ανάγκη από μια ευρεία κοινωνική υποστήριξη για να σπάσουν την επιστράτευση. Αυτό γενικά είναι σωστό, αλλά πως το πετυχαίνει κανείς; Πατώντας κάποιο κουμπάκι; Ή νομίζοντας ότι πραγματική συμπαράσταση είναι οι άνευ περιεχομένου αποφάσεις για απεργία που δεν θα συμμετείχε κανένας. Ακόμα και αν υπήρχε απεργία της ΑΔΕΔΥ την Παρασκευή τι θα άλλαζε τόσο δραματικά; Μήπως η ημιθανής ΑΔΕΔΥ διαθέτει τίποτα στρατεύματα που θα τα έστελνε έξω από τα εξεταστικά; Μήπως θα έδινε κάποια θεσμική ομπρέλα στην απεργία; Ο μόνος που διέθετε στρατό ήταν η ΟΛΜΕ με τις 20000 καθηγητών που έδωσαν το παρόν αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους, αλλά έτρεχε πίσω από κάτι αξιολύπητους και ανυπόληπτους σαν τον Παναγόπουλο και τον παγκοσμίως άγνωστο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ. Μετρώντας εκεί την ανταπόκριση της κοινωνίας στον αγώνα των καθηγητών. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν κρίθηκε με αυτές τις εκκλήσεις, ούτε και με την αναμενόμενη μη ανταπόκριση όλου αυτού του ψοφοειδούς συρφετού που την ίδια ώρα υπέγραφε την πιο ελεεινή εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Και στο βαθμό που όλα αυτά τα ανόητα σχέδια πήγαν άπατα η μεν ΣΥΝΕΚ πέταξε το μπαλάκι στη συνέλευση των προέδρων προτείνοντας το γνωστό ψήφισμα περί προϋποθέσεων που άλλωστε ζύμωνε εδώ και μέρες, οι δε Παρεμβάσεις επέμεναν ότι η πρόταση της ΟΛΜΕ έπρεπε να εγκριθεί ως έχει αφήνοντας όμως την υλοποίησή της στην ατομική διάθεση του καθένα εν δυνάμει απεργού ξεχωριστά. Το μόνο συγκεκριμένο που είχε η πρόταση των Παρεμβάσεων ήταν να απεργήσουν 500 συνδικαλιστές και να γίνουν απλά συγκεντρώσεις έξω από τα εξεταστικά κέντρα χωρίς όμως να διαταραχτεί η διεξαγωγή των εξετάσεων. Όλη η ουσία της πρότασης αυτής ήταν να πάρει την πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση προκειμένου η ΟΛΜΕ και μαζί της και οι Παρεμβάσεις να σώσουν τα προσχήματα, αφού υπερασπίστηκαν την απεργία μέχρι τέλους ακόμα και αν ο κλάδος υπέκυψε με “ψηλά το κεφάλι”, χωρίς υποστήριξη και κάτω από την καταστολή, πετυχαίνοντας μια “ηθική νίκη” και βάζοντας τις γνωστές “παρακαταθήκες”. Αυτή ήταν η διαφορά με τη ΣΥΝΕΚ που θεώρησε ότι η πρόταση για τους 500 συνδικαλιστές που θα δήλωναν απεργοί “δεν καλύπτει την αναγκαιότητα της μαζικής, κινηματικής δράσης“. (ανακοίνωση ΣΥΝΕΚ). Στην ίδια ανακοίνωση μάλιστα η ΣΥΝΕΚ επιβεβαιώνει ότι στελέχη των παρεμβάσεων ψηφίσαν και αυτά λευκό στην πρόταση “ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ο όροι και οι προϋποθέσεις για να πάμε στην κρίσιμη και αποφασιστική σύγκρουση”, αδειάζοντας τις Παρεμβάσεις που με τις ανακοινώσεις της μίλησε για ξεπούλημα του αγώνα από την πλειοψηφία της ΟΛΜΕ συμπεριλαμβανομένου και του Συριζα.
Στην πραγματικότητα οι Παρεμβάσεις και οι ΣΥΝΕΚ κινήθηκαν από την αρχή στο ίδιο μήκος κύματος. Βεβαίως οι ευθύνες της ΣΥΝΕΚ είναι σαφώς μεγαλύτερες, όχι λόγω του ειδικού βάρους που έχουν στην ΟΛΜΕ αλλά λόγω της οργανικής τους σχέσης με το ΣΥΡΙΖΑ που εξαρχής είχε πάρει τις αποστάσεις του από την απεργία στις εξετάσεις. Όμως και οι δύο θεωρούσαν ότι οι προϋποθέσεις αφορούν την κήρυξη μιας απεργίας από τη ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ. Ότι αυτό δήθεν θα αποτελούσε μια ασπίδα προστασίας για την απεργία την Παρασκευή. Στο σημείο αυτό δεν διαφέρει η αντίληψη τους ούτε από το ΠΑΜΕ το οποίο επέμενε από την αρχή ότι δεν υπάρχουν οι όροι για αναμέτρηση μέσα στις εξετάσεις. Ολόκληρη η αριστερά βρέθηκε να κρατάει μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα στο χέρι την οποία ο ένας πέταγε στον άλλο, ψάχνοντας να τη φορτώσουν στην ΑΔΕΔΥ και αφού η ΑΔΕΔΥ αποποιήθηκε τις ευθύνες της στο τέλος την πέταξαν στον κόσμο. Οι συμμαχίες που έχουν στο μυαλό τους όλοι αυτοί είναι μερικές σφραγίδες σωματείων όλων των βαθμών, που στην προκειμένη όμως δεν θα είχαν καμία πρακτική σημασία. Γιατί είναι αμφίβολο ακόμα και μια απεργία της ΑΔΕΔΥ, ακόμα και της ΓΣΕΕ εκείνη τη μέρα αν θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δηλαδή θα λειτουργούσε προωθητικά για τη συμμετοχή των καθηγητών σε μια απεργία υπό καθεστώς επιστράτευσης. Για ακόμα μια φορά η αριστερά μέσα από τους συνδικαλιστικούς της βραχίονες αντί να οργανώσει τις δυνάμεις που είχε στη διάθεσή της, το έριξε στην τρελίτσα, αναζητώντας τις πιο απίθανες συμμαχίες. Ενώ είχε 20000 καθηγητές που προσφέρθηκαν στον αγώνα, φρόντισε να μην ασχοληθεί καθόλου μαζί τους, ούτε καν με το πιο πρωτοπόρο κομμάτι τους, αλλά να χάνει τον καιρό της ψάχνοντας δήθεν κοινωνικές συμμαχίες για να καταλήξει ότι τελικά δεν υπάρχουν. Για ακόμα μια φορά, ενώ υπήρχε στρατός για να πολεμήσει, τον άφησε ακέφαλο, έρμαιο στην τρομοκρατία της κυβέρνηση και την τρομολαγνεία των πρετεντέρηδων και των καψήδων. Και μετά οι ίδιοι διέδιδαν ότι ο κόσμος ψήφισε την πρόταση για απεργία για το γαμώτο. Δηλαδή ότι δεν τραβάει. Τις δικές τους αναστολές τις φόρτωσαν στον κόσμο.
Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ
Το ΠΑΜΕ μπορεί να επιχαίρει ότι επιβεβαιώθηκε για τα “επικοινωνιακά παιχνίδια” της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ και στην εκτίμησή του ότι δεν υπάρχουν εξαρχής οι όροι για την απεργία. Όμως αυτό δεν το απαλλάσσει από το μερίδιο που του αναλογεί στην ήττα. Συνεχίζει να ξεχνά ότι ο χρόνος της αντιπαράθεσης δεν επιλέχτηκε από την ΟΛΜΕ, ούτε από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από την κυβέρνηση. Ο νόμος για το αυξημένο ωράριο, και το ΠΔ για υποχρεωτικές μεταθέσεις ήρθαν τώρα. και ήδη εφαρμόζονται βγάζοντας χιλιάδες υπεράριθμους καθηγητές. 10000 αναπληρωτές χάνουν άμεσα τη δουλειά τους. Για τους μόνιμους δεν θα έρθουν μόνο μεταθέσεις, αλλά και απολύσεις σε μια δεύτερη φάση. Με το νέο πειθαρχικό στήνεται γοργά μια βιομηχανία παραγωγής επίορκων που οδηγεί άμεσα σε αργία. Αν δεν ήταν τώρα η ώρα της μάχης, πότε θα ήταν; Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ δεν το απασχολούσαν οι συμμαχίες αλλά μην τυχόν και δυσαρεστήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου είναι αλήθεια τμήματος της κοινωνίας, που λειτουργεί φοβικά σε οτιδήποτε μπορεί να διασαλέψει την τάξη. Το ΚΚΕ κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι απεργία μέσα στις εξετάσεις και ειδικά υπό την απειλή της επιστράτευσης θα σήμαινε άγρια απεργία. Μια απεργία που ούτε θα έλεγχε, ούτε θα ήταν στα μέτρα που θα επιθυμούσε. Για ακόμα μια φορά το ΚΚΕ αποφάσισε να κινηθεί εντός των ορίων που επιβάλλει η αστική νομιμότητα, όπως κάνει συνήθως. Γι’ αυτό ενώ έδινε μαθήματα περί κοινωνικών συμμαχιών, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να τις διαμορφώσει, παρά είχε τον Σοφιανό να περιφέρεται στα κανάλια και να λεει ότι κανείς δεν πρέπει να εκβιάζει την κυβέρνηση με τις εξετάσεις των μαθητών. Στο ίδιο μήκος κύματος και η ΚΝΕ που ενώ είχε κηρυχτεί η επιστράτευση έβγαλε μια κατάπτυστη προκήρυξη που έγλυφε την πιο καθυστερημένη συνείδηση λέγοντας έχουν δίκιο οι μαθητές “να βλέπουν με προβληματισμό την απόφαση της ηγεσίας της ΟΛΜΕ” προτείνοντας για την ώρα στον κάθε μαθητή να επικεντρωθεί στο διάβασμά του: “Πάρε κουράγια, διάβασε περισσότερο, μην αποπροσανατολίζεσαι, να δώσεις με το κεφάλι ψηλά τη μάχη που έχεις μπροστά σου”. Αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη ότι την ώρα που η αναμέτρηση ήταν ακόμα μια ανοιχτή υπόθεση το ΚΚΕ σφύριζε αδιάφορα .
Κατά τα άλλα μόνο υποκριτική είναι η εκ των υστέρων κριτική ότι η ΟΛΜΕ έκανε επικοινωνιακά παιχνίδια. Και αν τα έκανε το καθήκον δεν είναι να τα αποκαλύψουμε, αλλά να οργανωθεί πραγματικά ο αγώνας την ώρα που χιλιάδες καθηγητές είναι έτοιμοι να τον ξεκινήσουν.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει
Τα ουσιαστικό ερώτημα όμως παραμένει. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ήταν προβληματισμένος και φοβισμένος. Παντού το κυρίαρχο ερώτημα ήταν αν μπορεί και πως να γίνει η απεργία, τι συνέπειες θα έχει, αν υπάρχει κάλυψη; Το πιο ουσιαστικό αν θα απεργήσουν στο τέλος 20000 ή 200. Πως το εξασφαλίζουμε αυτό; Εκεί η συνδικαλιστική αριστερά δεν έδινε καμία απάντηση. Ακόμα και οι Παρεμβάσεις έψαχναν την απάντηση στη συμπαράσταση απ’ έξω: Πρέπει να μπούνε κι άλλοι στον αγώνα. Το γνωστό τροπάρι, να κηρύξει η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ γενική απεργία, να κατέβει ο λαός στους δρόμους, οι γονείς οι μαθητές, να βρούμε συμμαχίες κοκ. Όλα αυτά δημιουργούσαν επιπλέον σύγχυση. Η εντύπωση που έβγαινε απ’ όλα αυτά είναι ότι είμαστε τελείως μόνοι μας και θα μας λιώσουν. Είναι αλήθεια ότι οι καθηγητές μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα. Μπορούσαν όμως να αρχίσουν. Είναι ο μεγαλύτερος κλάδος και με ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση. Αυτό που μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ΕΛΜΕ και η ΟΛΜΕ είναι 10000 απεργοί την Παρασκευή για να σπάσει η επιστράτευση. Αυτή έπρεπε να είναι η μοναδική κουβέντα από τη Δευτέρα. Σπάζοντας την επιστράτευση οι ίδιες οι εξετάσεις θα ήταν πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Ο κόσμος που πήγε στις συνελεύσεις πήγε για να πάρει τέτοιες απαντήσεις. Η διάθεση για αντίδραση ήταν δεδομένη, αλλιώς οι συνελεύσεις θα ήταν άμαζες. Η επιστράτευση θεωρήθηκε αιτία πολέμου από τη βάση. Πράγματι λειτούργησε σαν καμπανάκι. Ενστικτωδώς οι πάντες κατάλαβαν ότι ο Σαμαράς και οι δύο μαριονέτες που τον περιβάλλουν δεν επιδίωκαν απλώς την αύξηση του ωραρίου αλλά ταυτόχρονα τη συντριβή του κινήματος και τον εξευτελισμό της ΟΛΜΕ. Αυτό προκάλεσε ανάμεικτα και φόβο και οργή. Μια απεργία υπό αυτές τις συνθήκες έπρεπε να οργανωθεί με όρους άγριας απεργίας. Καταρχήν σε κάθε ΕΛΜΕ βλέποντας τη βάση να ανταποκρίνεται, με την ευθύνη απεργιακών επιτροπών, στις οποίες δεν θα έπρεπε να έχουν παρουσία τα συνδικαλιστικά φερέφωνα της κυβέρνησης, να ανοίξουν λίστες με όσους είναι αποφασισμένοι να απεργήσουν. Αμέσως θα υπήρχε μια σίγουρη εικόνα για το μέγεθος της συμμετοχής χωρίς να ψάχνουμε την τελευταία στιγμή 500 συνδικαλιστές για να σώσουμε τη φήμη της ΟΛΜΕ. Ακόμα και μια αρχική λίστα με μερικές εκατοντάδες θα πλαισιωνόταν με χιλιάδες ακόμα βλέποντας ο κόσμος ότι υπάρχει μια αποφασισμένη πρωτοπορία που δεν αστειεύεται με την απεργία. Αμέσως τα παιχνιδάκια της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ θα πήγαιναν περίπατο. Η ΣΥΝΕΚ θα έπρεπε να λογαριάσει στα σοβαρά πλέον τη στάση της αν δεν ήθελε να ξεφτιλιστεί εντελώς. Το ίδιο και το ΠΑΜΕ. Σε όλα τα σχολεία το κλίμα θα άλλαζε εντελώς. Οι πάντες θα αντιλαμβάνονταν ότι η απεργία μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια αντιμετώπιση ισοδυναμεί με σύγκρουση κατά μέτωπο.
Η κυβέρνηση είχε δύο επιλογές. Ή να απολύσει 10000 απεργούς ή να κάνει την πάπια. Στην πρώτη θα προκαλούσε γενικό χάος. Η ΟΛΜΕ ή καλύτερα οι απεργιακές επιτροπές που κανένας δεν σκέφτηκε στα σοβαρά να αναλάβουν την υπόθεση, θα έπρεπε να καλέσουν σε πανελλαδικό συλλαλητήριο ενάντια στην επιστράτευση την Κυριακή το απόγευμα, στο Σύνταγμα. Η πιθανότητα να ζήσουμε μια ρεβάνς της 12 Φλεβάρη 2012 θα ήταν περισσότερο από πιθανή. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν πάρα την άρνηση της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ να καλέσουν σε γενική απεργία, αλλά και παρά την αδυναμία των πρωτοβάθμιων σωματείων να οργανώσουν απεργίες αλληλεγγύης στους καθηγητές. Εξάλλου τι αλληλεγγύη θα μπορούσε να καλεστεί χωρίς την αποφασιστική συμμετοχή των ίδιων των καθηγητών στον αγώνα και τη στιγμή που ο κόσμος είναι συνηθισμένος σε τέτοιες απεργίες αλληλεγγύης που απουσιάζει ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Η αλληλεγγύη θα μπορούσε να χτιστεί μόνο αν ξεκίναγε η απεργία. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Εξάλλου εκεί που είχε οδηγήσει η κυβέρνηση την αντιπαράθεση το κεντρικό ήταν να σπάσει η επιστράτευση. Μόνο που σπάζοντας την επιστράτευση, έμπαινε σε δοκιμασία ολόκληρο το κυβερνητικό οικοδόμημα. Ο Σαμαράς χτίζει πάνω στην επιβολή του νόμου, πίσω από αυτό δεν υπάρχει καμία γραμμή άμυνας. Δεν θα χρειαζόταν καν άλλες 5 μέρες απεργίας. Από την Κυριακή με ένα τεράστιο συλλαλητήριο έξω από τη βουλή ο Σαμαράς θα έπρεπε ή να υποχωρήσει ή να βάλει σε δοκιμασία την ύπαρξη ολόκληρης της κυβέρνησης. Από κει και πέρα όλα τα ενδεχόμενα θα ήταν ανοιχτά.
Ο φόβος νίκησε
Το πρόβλημα στην αριστερά παραμένει η αναζήτηση όλων και μεγαλύτερων δυνάμεων για να δώσει μια μάχη. Στην πραγματικότητα η μάχη δεν κρίνεται από το δήθεν τεράστιο εύρος της, αλλά από την αποφασιστικότητα αυτών που τη δίνουν. Ο κόσμος που θέλει η αριστερά δεν είναι πάντα διαθέσιμος. Σήμερα μπορούν αυτοί, αύριο οι άλλοι. Σήμερα ο υπάρχει απογοήτευση ο κόσμος δύσκολα ξαναμπαίνει σε έναν αγώνα απλώς για να δηλώσει τη διαμαρτυρία του. Μετά από 25 γενικές απεργίες και τόνους χημικών αυτά τα 3 χρόνια, οι σικέ αναμετρήσεις δεν συγκινούν κανέναν. Το ζητούμενο στην απεργία αυτή ήταν να πειστεί εκείνο το τμήμα της κοινωνίας, που έτσι κι αλλιώς βρίζει την κυβέρνηση, ότι εδώ μπορεί να σταματήσει ο τυφώνας του μνημονίου. Για να γινόταν αυτό έπρεπε να βρεθούν 10000 σίγουροι απεργοί. Σε μια τέτοια μάχη ρίχνεις τις γέφυρες προς τη στεριά. Δεν υπάρχει επιστροφή. Είναι πόλεμος. Κερδίζει ο πιο αποφασισμένος. Και οι μάχες αυτές δεν μπορούν να δοθούν με το σκληρό κομμάτι διαλυμένο στο χυλό. Και ακριβώς γιατί δεν υπάρχει πλέον θεσμική κάλυψη, η μοναδική εγγύηση είναι ότι δεν θα σπάσει κανείς από τις αλυσίδες. Αυτό έπρεπε να είχε ειπωθεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στις συνελεύσεις. Όμως η συνδικαλιστική αριστερά προτίμησε τα παλιά κόλπα. Μόνο που τώρα αυτά δεν περνάνε.
Η απεργία τελικά κατάρρευσε πριν ξεκινήσει. Πρόκειται για συντριπτική ήττα ακόμα και αν φαινομενικά ήταν αναίμακτη. Το άμεσο κόστος θα είναι 10000 αναπληρωτές λιγότεροι και ένα πανηγύρι μεταθέσεων, επίορκων και αξιολογήσεων για τον κλάδο. Σε λίγο θα ακολουθήσουν τα ίδια στους δασκάλους. Οι υπό απόλυση επιταγμένοι απεργοί έσωσαν τη δουλειά τους για να απολυθούν όμως χιλιάδες αναπληρωτές. Ο φόβος νίκησε. Όσοι τώρα πιστεύουν ότι οι μεγάλες συνελεύσεις είναι η αφετηρία να ξαναγυρίσει ο κόσμος στις ΕΛΜΕ προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα. Αυτό θα το αντιληφθούν τις επόμενες μέρες, που στα επόμενα καλέσματα της ΟΛΜΕ δεν πρόκειται να ανταποκριθεί κανένας. Το μήνυμα που έδωσε η υπάρχουσα συνδικαλιστική ηγεσία είναι ότι δεν είναι ικανοί για τίποτα περισσότερο από μπλόφες. Στη βάση των καθηγητών οι περισσότεροι μιλάνε για ένα στημένο θέατρο. Σε αυτό βάζουν μέσα και την αριστερά.
Κατά τη γνώμη μας η αριστερά δεν έστησε τίποτα. Απλά έδειξε όλη την ανικανότητά της να ανταποκριθεί στο επίπεδο της αντιπαράθεσης, με ένα κράτος που δεν υπολογίζει ούτε στο πολιτικό κόστος, ούτε στις συνεννοήσεις με τα συνδικάτα και με την ρεφορμιστική αριστερά. Στο κράτος έκτακτης ανάγκης όλα αυτά δεν έχουν καμία θέση. Είναι πλέον φανερό ότι η αριστερά της μεταπολίτευσης και του κράτους πρόνοιας έχει φαει τα ψωμιά της. Μαζί της και ο συνδικαλισμός που αντλούσε όλη του τη δύναμη από το θεσμικό του ρόλο στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, στη δυνατότητα να κηρύσσει νόμιμες απεργίες, στη συνδικαλιστική ασυλία και σε ένα ορισμένο εργατικό δίκαιο. Όλα αυτά πλέον είναι στον αέρα. Το νέο μοντέλο κοινωνικής συνοχής δεν χτίζεται πλέον με αυτά τα υλικά. Η εργασία είναι υπό διωγμό και μαζί κάθε διαδικασία ταξικής προσέγγισης που έδινε στο ρεφορμισμό και τον θεσμικό συνδικαλισμό έναν ρόλο στην κατανομή της εξουσίας.
Μετά τις απανωτές επιστρατεύσεις, τον εξευτελισμό των επίσημων συνδικάτων, και μια αριστερά όλο και πιο στριμωγμένη στην νέα αυτή αστική νομιμότητα (κράτος έκτακτης ανάγκης) ο καθένας και η καθεμιά θα πρέπει να σκεφτούν πως από δω και πέρα μπορεί να δοθεί η μάχη. Πάντως όχι με μια ΟΛΜΕ που μετά απ’ όλα αυτό το ρεζιλίκι σκέφτηκε σαν πρώτη κίνηση να συναντηθεί με τον Κουβέλη και τη Ρεπούση. Ούτε με μια αριστερά που το μόνο που είχε να προτείνει στους καθηγητές ήταν η αναβολή της μάχης ή ακόμα χειρότερα να αναρωτιέται που η κυβέρνηση δεν περνάει τα μέτρα μετά τις εξετάσεις. Ή ακόμα και με την αριστερά που δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα περισσότερο από το να τρέχει από τη ΓΣΕΕ στην ΑΔΕΔΥ. Με όλους αυτούς τους νεροκουβαλητές της ήττας και της κλάψας δεν μπορεί να υπάρχει καμία τύχη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα αντίληψη για τους αγώνες και το υποκείμενο τους. Μια αντίληψη που να οργανώσει τους άμεσα ενδιαφερόμενους χωρίς να ψάχνει τα ανύπαρκτα εκατομμύρια που δήθεν θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Που θα ποντάρει στους αποφασισμένους ξέροντας ότι αν αυτοί είναι οργανωμένοι τότε θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η χαμένη αλληλεγγύη. Όταν την αναζητήσουμε σε όσους πιστεύουν στον αγώνα και όχι εκεί που είναι όλα διαλυμένα. Από κει μπορεί να ξεκινήσει η αντεπίθεση. Με αυτόν τον κανόνα μπορεί να χτιστεί και μια μάχιμη αριστερά. Προχωράμε μόνο με όσους είναι έτοιμοι να πιαστούν στις αλυσίδες και είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν μέχρι τέλους. Οι υπόλοιποι ας ασχοληθούν χάνοντας τον καιρό τους για τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την Ανταρσύα, την ωριμότητα των συνθηκών, το συσχετισμό δύναμης, τις προϋποθέσεις για αγώνα, τις πλατιές κοινωνικές συμμαχίες και περιμένοντας το λαό να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Αιωνία τους η μνήμη.
Κ.Μαραγκός
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου